θρανίτης — θρᾱνί̱της , θρανίτης rower on the topmost of the three benches masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρανίτας — θρᾱνί̱τᾱς , θρανίτης rower on the topmost of the three benches masc acc pl θρᾱνί̱τᾱς , θρανίτης rower on the topmost of the three benches masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Olympias (trireme) — Olympias Career (Greece) … Wikipedia
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
επισφελίτης — ἐπισφελίτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ θρανίτης σφέλας γὰρ τὸ ταπεινὸν διφρίον, τὸ ὑποπόδιον τοιοῡτος δὲ καὶ ὁ θρᾱνος, ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν» … Dictionary of Greek
θράνος — θρᾱνος, ὁ (Α) 1. κάθισμα, εδώλιο 2. κάθισμα αποπάτου 3. ξύλινο δοκάρι 4. φρ. «ὁ θράνος τοῡ νεώ» η τοιχοποιία της κορυφής τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *dhreә2 «κρατώ, στηρίζω» + επίθημα νο , νυ (για τον παράλληλο τ. θρῆνυς). Συνδέεται με τον… … Dictionary of Greek
θρανιτικός — θρανιτικός, ή, όν (Α) [θρανίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρανίτη* … Dictionary of Greek
σκαλμός — (I) ο, ΝΜΑ, και σκαρμός, Ν ναυτ. μικρή κυλινδρική ράβδος από ξύλο ή μέταλλο, στερεωμένη κατακόρυφα στην κουπαστή βάρκας, στο ελεύθερο άνω άκρο τής οποίας προσδένεται με τροπωτήρα το κουπί νεοελλ. 1. ζωολ. κοινή ονομασία τού ψαριού Synodus saurus… … Dictionary of Greek
υποστένω — Α 1. στενάζω ήρεμα 2. γογγύζω («ὑποστένοι μεντἂν ὁ θρανίτης λεώς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στένω «στενάζω»] … Dictionary of Greek
θρανιτῶν — θρᾱνῑτῶν , θρανίτης rower on the topmost of the three benches masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)